- νουμιδή
- (numida). Γένος ορνιθόμορφων πτηνών. Αριθμεί 15 είδη, ιθαγενή της Αφρικής. Οι ν. ήταν γνωστές από την αρχαιότητα ως οικόσιτα πτηνά (σήμερα ονομάζονται φραγκόκοτες). Έχουν μέτριο μέγεθος με κεφάλι και λαιμό γυμνό, και λοφίο από φτερά. Το φτέρωμά τους είναι σκουρόχρωμο και γεμάτο κηλίδες. Ζουν σε άγρια κατάσταση, στις στέπες και στα λιβάδια, σε μεγάλες ομάδες, με αρχηγό τους ένα μεγαλόσωμο αρσενικό. Κατά την περίοδο του ζευγαρώματός τους, χωρίζονται προσωρινά σε ζευγάρια και έπειτα ξαναγυρίζουν στην ομαδική ζωή. Το θηλυκό γεννά περίπου 12 αβγά, που τα τοποθετεί σε φωλιά στο έδαφος. Από τα διάφορα είδη σπουδαιότερα είναι η μελεαγρίδα, η ν. η κρανοφόρα, η ν. η λοφιοφόρα και ν. η βασιλική, που είναι και η ωραιότερη απ’ όλες. Έχει γαλάζια φτερά με άσπρες γραμμές και γυμνό, αλλά γαλάζιο λαιμό.
* * *και νουμιδία, ηζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών, είδος φραγκόκοτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. numida < λατ. Numida < αρχ. Νομάς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.